- εργατικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εργάτη ή τους εργάτες: Εργατικό ημερομίσθιο, εργατικές κατοικίες.2. αυτός που αποτελείται ή γίνεται από εργάτες: Εργατική τάξη.3. αυτός που αγαπά τη δουλειά του, ο άξιος, ο φιλόπονος, ο δουλευτής: Όλοι τους είναιεργατικοί.4. το αρσ. ως ουσ., εργατικός αυτός που ανήκει στην εργατική τάξη, εργάτης.5. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., εργατικά ημερομίσθια, μεροκάματα, αμοιβές εργατών: Θέλει πολλάεργατικά η δουλειά αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.